Χωρίς ενεργειακά η ατζέντα του Eurogroup

Φωτο: Eurokinissi

Η τιμή του φυσικού αερίου παραμένει υπερτετραπλάσια από πέρσι, η χονδρική τιμή του ηλεκτρικού ρεύματος κινείται σταθερά πάνω από τα 200 ευρώ και προκαλεί ηλεκτροσόκ σε νοικοκυριά- επιχειρήσεις, τα μέλη της Ένωσης έχουν χωριστεί σε δύο στρατόπεδα διαφωνώντας για το αν πρέπει ή δεν πρέπει να αλλάξει το σύστημα υπολογισμού της τιμής του ρεύματος, οι φωνές για την ανάγκη στήριξης των πλέον ευάλωτων στη μακρά περίοδο μετάβασης πολλαπλασιάζονται, αλλά στη σημερινή συνεδρίαση του Eurogroup, δηλαδή των υπουργών που κρατάνε το... ταμείο, δεν πρόκειται να συζητηθεί ούτε λέξη για την ενεργειακή κρίση.

Με αυτό το δεδομένο και μετά το ναυάγιο- ένα ακόμα- στην τελευταία Ευρωσυνεδρίαση των υπουργών Ενέργειας, ο πήχης των προσδοκιών από τη Σύνοδο Κορυφής στις 16-17 Δεκεμβρίου τίθεται εκ των πραγμάτων πολύ χαμηλά. Όπως σημειώνουν ευρωπαϊκές πηγές, από τη στιγμή που το μπλοκ των Βόρειων αντιτίθεται στην αναγκαιότητα αναδιάρθρωσης της ευρωπαϊκής αγοράς ηλεκτρικού ρεύματος, το ζήτημα γίνεται πλέον και δημοσιονομικό, καθώς οι Ευρωπαίοι θα πρέπει να συμφωνήσουν για το πώς θα στηριχθούν νοικοκυριά- επιχειρήσεις στη δεκαετή περίοδο της “πράσινης” μετάβασης, αλλά και το πώς θα «μετράνε» αυτές οι δαπάνες στα δημοσιονομικά αποτελέσματα κάθε χώρας.

Επί της ουσίας, στην ούτως ή άλλως δύσκολη εξίσωση του υπό αναθεώρηση Συμφώνου Σταθερότητας, προστίθεται μια ακόμα παράμετρος. Όπως προκύπτει από τη σημερινή ατζέντα των υπουργών Οικονομικών, συζήτηση επί του θέματος δεν πρόκειται να γίνει, ωστόσο θα καθοριστεί η ατζέντα του πρώτου εξαμήνου για το 2022, οπότε έχει ενδιαφέρον αν η αναθεώρηση του Συμφώνου Σταθερότητας θα συμπεριληφθεί. Κυβερνητικές πηγές εκτιμούν, πάντως, ότι οι όποιες αποφάσεις είναι δύσκολο να ληφθούν πριν από το Φθινόπωρο του 2022, πόσο μάλλον όταν η Ευρώπη περιμένει και τις γαλλικές προεδρικές εκλογές τον Απρίλιο.

Αν και είναι πρώιμη κάθε συζήτηση για τους στόχους πλεονασμάτων που θέλει και μπορεί να επιδιώξει η Αθήνα για το 2023 και μετά, αρμόδιες πηγές σημειώνουν ότι συν τοις άλλοις είναι αποπροσανατολιστική, καθώς πλέον το βάρος έχει μετατοπιστεί από τους δημοσιονομικούς στόχους, στους ρυθμούς ανάπτυξης που μπορεί και πρέπει να πετύχει η ελληνική οικονομία μεσομακροπρόθεσμα, “κλειδώνοντας” παράλληλα τη βιωσιμότητα του Χρέους ακόμα και με πλεονάσματα 1,5- 2%. Υπό αυτήν την έννοια, το ζητούμενο για την Αθήνα- και όχι μόνο- είναι το νέο Σύμφωνο Σταθερότητας να προβλέπει εξαίρεση συγκεκριμένων δαπανών, έτσι ώστε να ενισχύεται το αναπτυξιακό πρόσημο.

Οι «πράσινες» δαπάνες θεωρούνται τέτοιες, ενώ αν συνυπολογίσει κανείς το υψηλό κόστος μετάβασης για τα πιο ευάλωτα νοικοκυριά και τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις, το ζητούμενο είναι να τεθούν υπό την ίδια «ομπρέλα» και οι κρατικές δαπάνες για τη στήριξη τους, στη διάρκεια αυτής της δεκαετούς περιόδου. Πέρα από τις δαπάνες για την απεξάρτηση από τον άνθρακα, η Αθήνα θα επιδιώξει να εξαιρούνται από τα πλεονάσματα και οι δαπάνες για την αντιμετώπιση του Μεταναστευτικού.

Σήμερα, η ΕΛΣΤΑΤ ανακοινώνει τα πρώτα στοιχεία για το ΑΕΠ του γ’ 3μήνου, τα οποία αναμένεται να είναι θεαματικά. Επί της ουσίας πρόκειται για το διάστημα Ιουλίου- Σεπτεμβρίου, όπου ο Τουρισμός έσπασε τα κοντέρ, γέμισε τα κρατικά ταμεία και επέτρεψε τη διπλή αναθεώρηση των προβλέψεων για τους φετινούς ρυθμούς ανάπτυξης, οι οποίες ακόμα κι έτσι χαρακτηρίζονται συντηρητικές.

ΣΧΕΤΙΚΑ