Με αστερίσκους από την ΕΚΤ το «stop» στα μετρητά στις μεταβιβάσεις ακινήτων

Ακίνητα στην Αθήνα / Φωτογραφία: Shutterstock

Η πλήρης απαγόρευση της μεταβίβασης ακινήτων, με τη χρήση μετρητών, είναι πια πραγματικότητα. Έστω κι αν τέθηκε μια μικρή μεταβατική περίοδος, που αφορά στα προσύμφωνα προ του νόμου, τα οποία έγιναν με «ζεστό» χρήμα, η συνολική εικόνα δεν αλλάζει.

Το επιχείρημα του ΥΠΕΘΟ είναι ότι σήμερα η συντριπτική πλειοψηφία των συμβολαίων «κλείνουν» με μετρητό, η προέλευση του οποίου δεν μπορεί να εντοπιστεί παρά μόνο μετά από έλεγχο. Κι αυτό είναι προφανές ότι θα απαιτούσε την επιστράτευση σχεδόν όλου του ελεγκτικού μηχανισμού, ειδικά από τη στιγμή που οι περισσότεροι αγοραστές- επενδυτές είναι ή εμφανίζονται ότι είναι, αλλοδαποί. Αν συνυπολογίσει κανείς ότι πέρα από την τιμή συμβολαίου, «παίζει» και χρήμα κάτω από το τραπέζι, που δεν δηλώνεται πουθενά, έχει τη συνολική εικόνα της κατάστασης.

Για να ενισχύσει την επιχειρηματολογία του, το ΥΠΕΘΟ παρουσίασε πραγματικά εντυπωσιακά στοιχεία από τις μεταβιβάσεις των τελευταίων δυόμισι ετών. Σε σύνολο 338.511 μεταβιβάσεων ακινήτων ύψους 27,7 δισ. ευρώ, στα συμβόλαια 42.613 περιπτώσεις είχαν περάσει συναλλαγές ύψους 426,5 εκατ. ευρώ μόνο με μετρητά, ενώ επιπλέον 41.741 μεταβιβάσεις έγιναν εν μέρει με μετρητά ύψους 2,980 δισ. Ευρώ. Κανείς δεν υποστήριξε ότι όλες αυτές οι περιπτώσεις είναι ύποπτες φοροδιαφυγής ή ότι υπάρχουν στοιχεία για «ξέπλυμα», αλλά η «οσμή» αναμφίβολα είναι έντονη.

Παρά ταύτα, η ΕΚΤ δεν φάνηκε να πείθεται ιδιαιτέρως. Πώς εμπλέκεται η Φρανκφούρτη; Πολύ απλά, κάθε φορά που μια κυβέρνηση θέλει να φέρει περιορισμούς στη χρήση των μετρητών, οφείλει να ζητήσει τη γνωμοδότηση της ΕΚΤ. Την προηγούμενη φορά, το 2019, που επιχειρήθηκαν αυστηροί περιορισμοί στη χρήση των μετρητών και «πριμοδότηση» των ηλεκτρονικών συναλλαγών, με στόχο τον περιορισμό της φοροδιαφυγής, η ΕΚΤ ύψωσε απαγορευτικό και κάπως έτσι ήγειρε επιφυλάξεις και στην περίπτωση των μεταβιβάσεων ακινήτων.

Ο πρώτος αστερίσκος είναι αυτονόητος. Πώς αποδεικνύεται ότι οι αγορές ακινήτων, ανεξάρτητα από την αξία τους, χρησιμοποιούνται για σκοπούς φοροδιαφυγής ή/και νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες; Κατά την ΕΚΤ δεν υπήρξε απάντηση επ’ αυτού από τις ελληνικές Αρχές.

Το δεύτερο ερώτημα είναι το επίμαχο, καθώς αποτελεί και το στοίχημα του ΥΠΕΘΟ και της ΑΑΔΕ: πώς εξασφαλίζεται με το νέο σύστημα των ηλεκτρονικών πληρωμών, αφενός ότι θα αντιμετωπιστούν τα φαινόμενα παραοικονομίας, όπου μέρος του ανταλλάγματος για αυτές τις αγορές παραμένει μη καταγεγραμμένο στις συμβολαιογραφικές πράξεις και καταβάλλεται σε μετρητά αφετέρου ότι θα καταστεί πιο εύκολος ο εντοπισμός αυτών των περιπτώσεων;

Η ΕΚΤ βάζει μια ακόμα παράμετρο στο τραπέζι, επιβεβαιώνοντας εκ νέου ότι λειτουργεί ως θεματοφύλακας των μετρητών, με βασικό επιχείρημα ότι τα ηλεκτρονικά μέσα πληρωμών έχουν και κόστος (λόγω προμηθειών) αλλά και μπορούν να δημιουργήσουν συνθήκες κοινωνικού αποκλεισμού ομάδων, που δεν έχουν πρόσβαση ή ευχέρεια χρήσης αυτών των μέσων.

«Η δυνατότητα πληρωμής σε μετρητά παραμένει ιδιαίτερα σημαντική για ορισμένες κοινωνικές ομάδες, οι οποίες, για διάφορους θεμιτούς λόγους, προτιμούν να χρησιμοποιούν μετρητά αντί άλλων μέσων πληρωμής ή δεν έχουν πρόσβαση στο τραπεζικό σύστημα και στα ηλεκτρονικά μέσα πληρωμών. Οι ομάδες αυτές περιλαμβάνουν όχι μόνο ηλικιωμένους, αλλά και ορισμένους πολίτες με αναπηρία, μετανάστες, κοινωνικά ευάλωτους πολίτες, ανήλικους και άλλους με περιορισμένη ή καθόλου πρόσβαση σε ψηφιακές υπηρεσίες πληρωμών», σημειώνει χαρακτηριστικά στη γνωμοδότηση της η ΕΚΤ.

Το «μπαλάκι» είναι, πλέον, στο «γήπεδο» του ΥΠΕΘΟ και της ΑΑΔΕ...

ΣΧΕΤΙΚΑ