Μια δικαστική απόφαση για εργατική διαφορά που ταράζει τα νερά
Αναρρωτική άδεια ή άδεια λόγω ασθενείας, με τη συνακόλουθη υποχρέωση του εργοδότη να καταβάλει κανονικά μισθό και εισφορές. Αν και για τους περισσότερους πρόκειται για κάτι αυτονόητο, σε ουκ ολίγες περιπτώσεις τα δικαστήρια καλούνται να λύσουν τέτοιου είδους διαφορές.
Όπως σημειώνει ο εργατολόγος Γιάννης Καρούζος, η αναρρωτική άδεια αποτελεί θεμελιώδες κοινωνικοασφαλιστικό δικαίωμα του εργαζομένου. Κατά το διάστημα αυτό, ο εργαζόμενος απαλλάσσεται από την υποχρέωση παροχής εργασίας, χωρίς να αίρεται η εργασιακή σχέση. Το δίκαιο αναγνωρίζει ότι η άδεια δεν συνεπάγεται πλήρη απραξία ή απομόνωση. Δραστηριότητες όπως βόλτες, μετακινήσεις ή ψυχαγωγία είναι θεμιτές, εφόσον δεν παρακωλύουν την ανάρρωση.
Η εργοδοσία, από την άλλη, έχει δικαίωμα να διερευνήσει περιπτώσεις καταχρηστικής χρήσης του δικαιώματος. Όμως, το εύρος αυτής της διερεύνησης και η αναλογικότητα των μέτρων που λαμβάνει συνιστούν αντικείμενο αυστηρού νομικού ελέγχου.
Μια τέτοια περίπτωση έφτασε στα ισπανικά δικαστήρια και η απόφαση θα μπορούσε να αποτελέσει παράδειγμα ορθής στάθμισης συμφερόντων και για την ελληνική έννομη τάξη, όπου παραμένουν έντονες οι εντάσεις μεταξύ εργοδοτικής αυθαιρεσίας και προστασίας της εργασιακής σχέσης. Άλλωστε, η ισορροπία μεταξύ της προστασίας του εργαζομένου και του δικαιώματος του εργοδότη να ελέγχει την ειλικρίνεια της αναρρωτικής άδειας, αποτελεί εδώ και δεκαετίες ένα από τα πιο ευαίσθητα και νομικά αμφιλεγόμενα πεδία του εργατικού δικαίου.
Εταιρία έβαλε… ντετέκτιβ να ελέγξει αναρρωτική άδεια
Στην Ισπανία, υπόθεση ενός εργαζομένου, ο οποίος απολύθηκε από γνωστή γαλλική εταιρεία και δη αυτοκινητοβιομηχανία – παγκόσμιας εμβέλειας, λόγω δραστηριοτήτων που θεωρήθηκαν ασύμβατες με την ιατρική του κατάσταση, επανέφερε με έντονο τρόπο το ζήτημα αυτό στην ευρωπαϊκή νομική σκηνή. Μέσα από τη δικαστική κρίση του Ανώτατου Δικαστηρίου της Καστίλλης και Λεόν της Ισπανίας, εξετάζονται εκ νέου κρίσιμες έννοιες όπως η αναλογικότητα στην πειθαρχική διαδικασία, η προστασία της ιδιωτικής ζωής, αλλά και τα όρια της εργοδοτικής επιτήρησης.
Το επίδικο περιστατικό αφορά εργαζόμενο, ο οποίος βρισκόταν σε αναρρωτική άδεια, λόγω οσφυαλγίας. Κατόπιν παρακολούθησης από… ιδιωτικό ντετέκτιβ, η εργοδότρια εταιρεία, εντόπισε τον υπάλληλο να περπατά μεταφέροντας ένα μικρό ζώο (κουνάβι) σε σακίδιο και να πραγματοποιεί ταξίδια με το αυτοκίνητό του, οδηγώντας αποστάσεις θεωρητικά ασύμβατες με τη διάγνωση.
Με βάση τα ευρήματα αυτά, η εργοδότρια εταιρεία, θεωρώντας τις ενέργειες αυτές ασύμβατες με την ιατρική του γνωμάτευση και υποδηλωτικές δόλου, αποφάσισε την απόλυση του εργαζομένου, λόγω υποτιθέμενης απάτης και αθέτησης των όρων της αναρρωτικής άδειας.
Ο εργαζόμενος προσέφυγε στη δικαιοσύνη και το Ανώτατο Δικαστήριο της Καστίλλης και Λεόν της Ισπανίας, έκρινε την απόλυση καταχρηστική, επιδικάζοντας υπέρ του εργαζομένου αποζημίωση ύψους 61.632,55 ευρώ ή εναλλακτικά την επαναπρόσληψή του.
Το Δικαστήριο στηρίχθηκε σε δύο βασικούς άξονες:
Συμβατότητα των δραστηριοτήτων με την πάθηση: Η ελαφριά άσκηση, οι περίπατοι ή η οδήγηση, δεν θεωρήθηκαν επιζήμιες για την αποκατάσταση της υγείας του εργαζομένου, εφόσον δεν υπήρξε ιατρική απαγόρευση ή σύσταση εναντίον τους.
Αναλογικότητα πειθαρχικής κύρωσης: Ακόμη και αν υπήρχε αμφιβολία ως προς την ενδεδειγμένη συμπεριφορά, η απόλυση θεωρήθηκε δυσανάλογη ποινή σε σχέση με την πράξη. Η χρήση αποσπασματικών αποδεικτικών στοιχείων από παρακολούθηση δεν επαρκεί για να στηρίξει την
απόλυση.
Τα όρια
Όπως επισημαίνει ο Γ. Καρούζος, η πειθαρχική εξουσία του εργοδότη περιορίζεται από τη γενική αρχή της αναλογικότητας, η οποία επιβάλλει η κύρωση να είναι ανάλογη της βαρύτητας της πράξης. Στην υπό κρίση περίπτωση, το Δικαστήριο θεώρησε ότι οι ενέργειες του εργαζομένου — αν και κάποιες θα μπορούσαν να θεωρηθούν οριακά "ύποπτες" — δεν προσέβαλαν ουσιωδώς την ιατρική ανάγκη που δικαιολογούσε την αναρρωτική του άδεια.
Επιπλέον, δεν τεκμηριώθηκε δόλος, δηλαδή πρόθεση εξαπάτησης της εργοδότριας εταιρείας ή ψευδής δήλωση. Ελλείψει αυτών των στοιχείων, η άμεση καταγγελία της σύμβασης κρίθηκε δυσανάλογη και καταχρηστική.
Σε κάθε περίπτωση, η παρακολούθηση εργαζομένων εγείρει σοβαρά ερωτήματα ως προς την προστασία του δικαιώματος στην ιδιωτική ζωή και τα προσωπικά δεδομένα, ιδιαίτερα μετά την Οδηγία 2016/679/ΕΕ (GDPR). Οι εργοδότες οφείλουν να τεκμηριώνουν την αναγκαιότητα και την αναλογικότητα της παρακολούθησης, καθώς και να ενημερώνουν τον εργαζόμενο για την πιθανότητα επιτήρησης (εκτός αν υπάρχει έντονη υποψία απάτης).
Το μόνο σίγουρο είναι πως η υπόθεση λειτουργεί ως νομολογιακή υπενθύμιση ότι η εργοδοτική εξουσία δεν είναι απεριόριστη — ούτε ακόμα και όταν υπάρχει υποψία καταστρατήγησης της αναρρωτικής άδειας. Τα δικαστήρια απαιτούν την προσκόμιση αποδεικτικών στοιχείων ουσιαστικής παραβίασης των όρων της άδειας και επιβάλουν την αρχή της ελάχιστης επέμβασης.