Η Gen Z δίνει πνοή στα vintage και second hand καταστήματα
Τα τελευταία χρόνια, η Gen Z (13-28) έχει γίνει ο πρωταγωνιστής μιας αθόρυβης αλλά ουσιαστικής αλλαγής στη μόδα, τη στροφή στα vintage και second-hand καταστήματα.
Η τάση που ξεκίνησε στο εξωτερικό ως αντίδραση στη «γρήγορη μόδα» (fast fashion), κερδίζει έδαφος και στην Ελλάδα, με ολοένα περισσότερους νέους να αναζητούν στις κρεμάστρες των thrift και vintage καταστημάτων όχι μόνο μοναδικά στιλ, αλλά και μια νέα φιλοσοφία κατανάλωσης με επιλογές φιλικές προς το περιβάλλον.
Σύμφωνα με έρευνες, η στροφή ενός μεγάλου ποσοστού της Γενιάς Ζ προς vintage και μεταχειρισμένα ρούχα συνέβη από την περίοδο του κορονοϊού και έπειτα, όταν οι νέοι είχαν περισσότερο ελεύθερο χρόνο για να διευρύνουν τα ενδιαφέροντά τους, να δουν νέα πράγματα και να επανεκτιμήσουν τις επιλογές τους.
Η Μιχαέλλα Κληρονόμου, 22 ετών, φοιτήτρια στη Θεσσαλονίκη, εξηγεί στο ΑΠΕ-ΜΠΕ γιατί επιλέγει να ψωνίζει από «thrift» καταστήματα. «Τα καταστήματα second hand συνδυάζουν τη γοητεία της μοναδικότητας και της αυθεντικότητας που ψάχνω σε ένα κομμάτι χωρίς να ξεφύγω από το budget μου», τονίζει, υπογραμμίζοντας και την πτυχή της «ηθικής αγοράς» και κατανάλωσης ρουχισμού και αξεσουάρ. Μια πτυχή σε αντιδιαστολή με την πρακτική των καταστημάτων fast fashion, τα οποία, όπως εξηγεί, «παράγουν μαζικά πληθώρα προϊόντων που ακολουθούν τα τελευταία trends της αγοράς, επιβαρύνοντας το περιβάλλον, ενώ εκμεταλλεύονται και το ανθρώπινο δυναμικό».
Για τη νεαρή φοιτήτρια, το «thrifting» είναι πια μέρος της καθημερινότητας. «Ξεκίνησα να ψωνίζω ρούχα από δεύτερο χέρι, όταν ήρθα στη Θεσσαλονίκη, τέσσερα χρόνια πριν. Από τότε έχει γίνει χόμπι και τρόπος να περνάω τον χρόνο μου. Μου αρέσει να ψάχνω με τις ώρες τις κρεμάστρες, να φαντάζομαι πώς θα φορούσα ένα συγκεκριμένο κομμάτι και αν μπορεί να έχει θέση στη συλλογή μου», σημειώνει η κ. Κληρονόμου. Όμως η αληθινή χαρά δεν βρίσκεται στο στάδιο της αγοράς, που η ίδια θεωρεί ότι προσφέρει «ένα σύντομο αίσθημα σεροτονίνης», αλλά της προσαρμογής των ρούχων και των αξεσουάρ πάνω στο προσωπικό της γούστο. Ωστόσο, αναγνωρίζει και τις δυσκολίες που συνοδεύουν αυτή την εναλλακτική, όπως η αφιέρωση αρκετού χρόνου και υπομονής στην αναζήτηση του κατάλληλου ρούχου, τα περιορισμένα μεγέθη και η κατάσταση των ρούχων.
Το βλέμμα των επιχειρηματιών
Η τάση αυτή έχει βρει ανταπόκριση και στη Θεσσαλονίκη με ολοένα και περισσότερες Vintage μπουτίκ και επιχειρήσεις με μεταχειρισμένα ρούχα να ανοίγουν τις πόρτες τους σε όλη την πόλη, προσελκύοντας νεανικό -και όχι μόνο- κοινό, που αναζητά μοναδικά κομμάτια με χαρακτήρα και ιστορία, συχνά σε χαμηλές τιμές.
Ο Αλέξανδρος Λαζαρίδης, ιδιοκτήτης της αλυσίδας second-hand «Ζύγισε το Φόρεσε το», θυμάται ότι όταν ξεκίνησε το 2018 υπήρχαν ελάχιστα παρόμοια καταστήματα στη Θεσσαλονίκη, πόσο μάλλον σε κεντρικούς δρόμους. «Στόχος μου ήταν να ανοίξω καταστήματα σε φωτεινά, κεντρικά σημεία, τα οποία να σε προσκαλούν, να μην αισθάνεται κανείς άβολα να μπει σε ένα second hand», σημειώνει.
Η μεγάλη αλλαγή, σύμφωνα με τον ίδιο, ήρθε μετά την πανδημία. «Πριν το 2020 το βασικό μας κοινό ήταν 35-55, τώρα και οι κάτω των 25 μπήκαν δυναμικά στα καταστήματά μας, με φοιτητές να ψάχνουν ιδιαίτερα κομμάτια και οικονομικές λύσεις», εξηγεί ο κ. Λαζαρίδης. Παράλληλα, όμως, οι νέοι καταναλωτές έφεραν και νέες απαιτήσεις. Η Gen Z συχνά αναζητά όχι μόνο ρούχα προηγούμενων δεκαετιών, αλλά και πρόσφατες συλλογές επώνυμων εταιρειών. Όπως αναφέρει ο κ. Λαζαρίδης, «στην Ελλάδα υπάρχει η τάση να ψάχνουν και ό,τι είναι τώρα στη μόδα, απλά σε καλύτερη τιμή, οπότε αναγκαζόμαστε να προσαρμόζουμε το μείγμα των ρούχων μας». Αυτή η λογική όμως είναι αντίθετη με την ιδεολογία του «thrifting», όπου ο καταναλωτής πρέπει να είναι ανοιχτός σε όλες τις πιθανές επιλογές.
Επιμελημένα στιλ με vintage υπογραφή
Ένα μοναδικό χαρακτηριστικό της ελληνικής αγοράς, αποτελεί το φαινόμενο να δημιουργούνται θεματικά Vintage καταστήματα με προϊόντα από συγκεκριμένες δεκαετίες, με αυτό που κυριαρχεί σήμερα να είναι το Y2K, το στιλ από τα τέλη του 1990 μέχρι τις αρχές του 2000. Η Μαρία Τσαχλάρη είναι ιδιοκτήτρια του 90s Closet, ενός Y2K καταστήματος με vintage μεταχειρισμένα ρούχα απευθυνόμενο σε θηλυκότητες, που αρχικά ξεκίνησε ως σελίδα μεταπώλησης στο instagram και εξελίχθηκε σε φυσικό κατάστημα, χάρη στην προτίμηση του κοινού.
Η πελατεία της είναι κυρίως νεανική, από ηλικίες 11 μέχρι 25, ενώ θεωρεί ότι αυτή η προτίμηση δεν συνδέεται τόσο με την οικολογική συνείδηση των καταναλωτών αλλά με την αναζήτηση μοναδικών ρούχων που θα βελτιώσουν το προσωπικό τους στιλ, προσθέτοντας και το αίσθημα νοσταλγίας για μια εποχή που δεν έζησαν, σαν μια γέφυρα πολιτισμικής μνήμης που μεταφέρεται μέσω του στιλ.
Για την ίδια, η βιωσιμότητα έχει ένα κεντρικό ρόλο στη νέα κουλτούρα της μόδας. «Με το να ψωνίζουμε second hand ή να προτιμάμε να φοράμε κάποια ρούχα της μαμάς μας που είχε παλιά αντί να αγοράσουμε καινούργια, βάζουμε έστω κι ένα μικρό λιθαράκι στο να μην παράγονται καινούργια ρούχα και να μη σπαταλιούνται οι πόροι του πλανήτη», τονίζει η κ. Τσαχλάρη. Το μήνυμά της είναι ξεκάθαρο: «να φοράμε ό,τι μας αρέσει χωρίς να βάζουμε ταμπέλες ότι αυτό το έχει φορέσει και κάποιος άλλος πριν από εμένα ή δεν είναι τώρα στη μόδα, είναι παλιομοδίτικο, άρα δεν θέλω να το βάλω. Να υπάρχει ελευθερία στο τι θα φορέσουμε!».
Από τα social media στο ράφι και στην ντουλάπα
Τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης έχουν διαδραματίσει καθοριστικό ρόλο σε αυτό το φαινόμενο. Στις πλατφόρμες, όπως το Instagram και το TikTok, έχει γίνει τάση influencers και δημιουργοί περιεχομένου που φορούν vintage ρούχα να προβάλουν τις αγορές και την αξιοποίηση των ρούχων, προκαλώντας το ενδιαφέρον και την επιθυμία των ακολούθων τους για παρόμοια ευρήματα. Hashtags όπως #vintagefashion και #thrifted έχουν κερδίσει έδαφος, καθοδηγώντας τους νέους που ενδιαφέρονται για τη μόδα να εξερευνήσουν τοπικά καταστήματα μεταχειρισμένων ειδών και διαδικτυακές πλατφόρμες, όπου μπορούν να βρουν μοναδικά κομμάτια, επανεκτιμώντας τις αγοραστικές τους συνήθειες.
Από την πλευρά των επιχειρηματιών, τα social media αποτελούν εργαλείο ανάπτυξης. «Η Gen Z είναι εξαιρετικά δεκτική σε αυτό το περιεχόμενο. Οι νέοι βλέπουν ένα βίντεο και έρχονται στο κατάστημα να βρουν κάτι αντίστοιχο», λέει ο κ. Λαζαρίδης. Αντίστοιχα, η κ. Τσαχλάρη συμπληρώνει ότι «χωρίς τα social media είναι πάρα πολύ δύσκολο να κάνεις τον κόσμο να έρθει στο μαγαζί σου, θέλει προσπάθεια να τον δελεάσεις αρκετά».
Τάση ή τρόπος ζωής;
Το ερώτημα που γεννάται είναι αν η άνθηση των vintage και second hand καταστημάτων είναι μια περαστική μόδα ή μια βαθύτερη αλλαγή. Παρά τις δυσκολίες του χώρου, οι ιδιοκτήτες και οι αγοραστές βλέπουν μέλλον στον κλάδο. «Πιστεύω ότι η αγορά second hand δεν είναι μια παροδική μόδα αλλά ένας τρόπος ζωής που θα παραμείνει. Η βιωσιμότητα είναι πλέον ανάγκη, όχι επιλογή», τονίζει ο κ. Λαζαρίδης.
Στο ίδιο μήκος κύματος, η κ. Τσαχλάρη βλέπει μακροπρόθεσμη προοπτική, με το ελληνικό παράδειγμα ίσως να καταφέρει να εναρμονιστεί με τις χώρες του εξωτερικού. Από την άλλη, η κ. Κληρονόμου καταλήγει ότι «όσοι το κάνουν με τα σωστά κίνητρα θα συνεχίσουν να “θριφτάρουν” και να αναζητούν μοναδικά κομμάτια, για τους υπόλοιπους είναι μία φάση».
Η μόδα του vintage και του second hand, δεν είναι απλώς αισθητική επιλογή, αλλά ένας συνδυασμός οικολογικής συνείδησης, οικονομίας και προσωπικής ταυτότητας, Καθώς η τάση συνεχίζει να κερδίζει έδαφος, σηματοδοτεί μια πολλά υποσχόμενη αλλαγή στο τοπίο της μόδας στην Ελλάδα, ενθαρρύνοντας τόσο τους καταναλωτές όσο και τους επιχειρηματίες να υιοθετήσουν μια πιο βιώσιμη και εξατομικευμένη προσέγγιση στην ένδυση. Με τη γενιά Z να ηγείται της προσπάθειας, φαίνεται ότι αυτή η αναγέννηση του vintage και του second hand ήρθε για να μείνει.