ΕΚΤ: Διατήρησε αμετάβλητα τα επιτόκια στην τελευταία συνεδρίαση του έτους 

NEWSROOM
ΕΚΤ
ΕΚΤ

Αμετάβλητα -όπως αναμενόταν ευρέως- διατήρησε η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα τα επιτόκια, συμπορευόμενη τόσο με την Ομοσπονδιακή Τράπεζα των ΗΠΑ (Fed), όσο και με την Τράπεζα της Αγγλίας (BoE). Στην τελευταία συνεδρίαση για το έτος που φεύγει και οι τρεις μεγάλες κεντρικές τράπεζες επέλεξαν να αφήσουν τα επιτόκιά τους στα ίδια επίπεδα. Για την ΕΚΤ, ήταν η δεύτερη διαδοχική συνεδρίαση που διατήρησε τα επιτόκια στα ίδια επίπεδα, ενώ για Fed και BoE η τρίτη.

Έτσι το 2023 θα ολοκληρωθεί, με το επιτόκιο αποδοχής καταθέσεων της ΕΚΤ στο υψηλό ιστορικό του 4%, αυτό των πράξεων κύριας αναχρηματοδότησης στο 4,50% και της διευκόλυνσης οριακής χρηματοδότησης στο 4,75%.

Οι αξιωματούχοι της ΕΚΤ δεν διέψευσαν τις χρηματαγορές που στοιχημάτιζαν κατά κόρον υπέρ της διατήρησης των επιτοκίων στα ίδια επίπεδα. Άλλωστε, όσο πλησίαζε η σημερινή συνεδρίαση, τα μέλη του διοικητικού συμβουλίου της ΕΚΤ, είχαν προϊδεάσει ότι δεν επίκειται κάποια αλλαγή στα επιτόκια.

Ο πιο επιθετικός κύκλος αύξησης των επιτοκίων στην ιστορία της ΕΚΤ, όπως όλα δείχνουν έχει φθάσει στο κλείσιμό του (εκτός αν προκύψουν εξελίξεις απρόβλεπτες).

Το ερώτημα πλέον είναι πότε θα ανοίξει ο νέος κύκλος αυτός της μείωσης των επιτοκίων. Με τον πληθωρισμό να έχει τροχοδρομήσει σε πορεία αποκλιμάκωσης, η περιοριστική νομισματική πολιτική αν εφαρμοσθεί για μεγάλο χρονικό διάστημα ελλοχεύει τον κίνδυνο να περιορίσει την οικονομική δραστηριότητα και να προκαλέσει ύφεση.

Περισσότερα για την απόφαση των υπεύθυνων χάραξης πολιτικής της ΕΚΤ θα αναλυθούν από την επικεφαλής της Κριστίν Λαγκάρντ κατά τη διάρκεια της καθιερωμένης συνέντευξης τύπου που ακολουθεί μετά το πέρας της συνεδρίασης.

η επικεφαλής της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, Κριστίν Λαγκάρντ

Ακολουθεί αναλυτικά η ανακοίνωση:

«Το Διοικητικό Συμβούλιο αποφάσισε σήμερα να διατηρήσει αμετάβλητα τα τρία βασικά επιτόκια της ΕΚΤ. Ενώ ο πληθωρισμός υποχώρησε τους τελευταίους μήνες, είναι πιθανόν να αυξηθεί ξανά προσωρινά σε βραχυπρόθεσμο ορίζοντα. Σύμφωνα με τις τελευταίες μακροοικονομικές προβολές των εμπειρογνωμόνων του Ευρωσυστήματος για τη ζώνη του ευρώ, ο πληθωρισμός αναμένεται να μειωθεί σταδιακά στη διάρκεια του επόμενου έτους και στη συνέχεια να προσεγγίσει τον στόχο του Διοικητικού Συμβούλιο για πληθωρισμό 2% το 2025. Συνολικά, οι εμπειρογνώμονες αναμένουν ότι ο γενικός πληθωρισμός θα διαμορφωθεί κατά μέσο όρο σε 5,4% το 2023, 2,7% το 2024, 2,1% το 2025 και 1,9% το 2026. Σε σύγκριση με τις προβολές εμπειρογνωμόνων του Σεπτεμβρίου, αυτό αντιστοιχεί σε προς τα κάτω αναθεώρηση για το 2023 και ιδίως για το 2024.

Ο υποκείμενος πληθωρισμός υποχώρησε περαιτέρω. Όμως οι εγχώριες πιέσεις στις τιμές παραμένουν αυξημένες, πρωτίστως λόγω του έντονου ρυθμού αύξησης του κόστους εργασίας ανά μονάδα προϊόντος. Οι εμπειρογνώμονες του Ευρωσυστήματος αναμένουν ότι ο πληθωρισμός χωρίς τις τιμές της ενέργειας και των ειδών διατροφής θα διαμορφωθεί κατά μέσο όρο σε 5,0% το 2023, 2,7% το 2024, 2,3% το 2025 και 2,1% το 2026.

Οι προηγούμενες αυξήσεις των επιτοκίων εξακολουθούν να μεταδίδονται δυναμικά στην οικονομία. Οι αυστηρότερες συνθήκες χρηματοδότησης επιδρούν ανασταλτικά στη ζήτηση και αυτό συμβάλλει στην αποκλιμάκωση του πληθωρισμού. Οι εμπειρογνώμονες του Ευρωσυστήματος αναμένουν ότι η οικονομική ανάπτυξη θα παραμείνει υποτονική σε βραχυπρόθεσμο ορίζοντα. Πέραν αυτού, η οικονομία αναμένεται να ανακάμψει λόγω της ανόδου των πραγματικών εισοδημάτων – καθώς οι άνθρωποι ωφελούνται από τη μείωση του πληθωρισμού και την αύξηση των μισθών – και της βελτίωσης της εξωτερικής ζήτησης. Οι εμπειρογνώμονες του Ευρωσυστήματος επομένως κρίνουν ότι η ανάπτυξη θα ανακάμψει με ρυθμό από 0,6% κατά μέσο όρο για το 2023 σε 0,8% το 2024 και 1,5% για το 2025 και το 2026.

Το Διοικητικό Συμβούλιο είναι αποφασισμένο να διασφαλίσει ότι ο πληθωρισμός θα επανέλθει εγκαίρως στον μεσοπρόθεσμο στόχο του 2%. Με βάση την τρέχουσα αξιολόγησή του, το Διοικητικό Συμβούλιο θεωρεί ότι τα βασικά επιτόκια της ΕΚΤ βρίσκονται σε επίπεδα τα οποία, αν διατηρηθούν για επαρκώς μακρό χρονικό διάστημα, θα έχουν σημαντική συμβολή σε αυτόν τον στόχο. Οι μελλοντικές αποφάσεις του Διοικητικού Συμβουλίου θα διασφαλίσουν ότι τα επιτόκια πολιτικής του θα διαμορφωθούν σε επαρκώς περιοριστικά επίπεδα για όσο χρονικό διάστημα κρίνεται απαραίτητο.

Το Διοικητικό Συμβούλιο θα συνεχίσει να ακολουθεί μια προσέγγιση που εξαρτάται από τα στοιχεία για τον καθορισμό του κατάλληλου επιπέδου και της κατάλληλης διάρκειας της περιοριστικής νομισματικής πολιτικής. Συγκεκριμένα, οι αποφάσεις του για τα επιτόκια θα βασίζονται στην αξιολόγησή του για τις προοπτικές του πληθωρισμού υπό το πρίσμα των εισερχόμενων οικονομικών και χρηματοοικονομικών στοιχείων, για τη δυναμική του υποκείμενου πληθωρισμού και για την ένταση με την οποία μεταδίδεται η νομισματική πολιτική.

Τα βασικά επιτόκια της ΕΚΤ είναι το πρωταρχικό εργαλείο για τον καθορισμό της κατεύθυνσης της νομισματικής πολιτικής. Το Διοικητικό Συμβούλιο επίσης αποφάσισε σήμερα να προχωρήσει την ομαλοποίηση του μεγέθους του ισολογισμού του Ευρωσυστήματος. Σκοπεύει να συνεχίσει να επανεπενδύει πλήρως τα ποσά κεφαλαίου από την εξόφληση τίτλων που αποκτήθηκαν στο πλαίσιο του έκτακτου προγράμματος αγοράς στοιχείων ενεργητικού λόγω πανδημίας (pandemic emergency purchase programme – PEPP) κατά τη λήξη τους στη διάρκεια του α΄ εξαμήνου του 2024. Στη διάρκεια του β΄ εξαμήνου του έτους, σκοπεύει να μειώσει το χαρτοφυλάκιο PEPP κατά 7,5 δισεκ. ευρώ μηνιαίως κατά μέσο όρο. Το Διοικητικό Συμβούλιο σκοπεύει να τερματίσει τις επανεπενδύσεις στο πλαίσιο του προγράμματος PEPP στο τέλος του 2024.

Το επιτόκιο των πράξεων κύριας αναχρηματοδότησης καθώς και τα επιτόκια της διευκόλυνσης οριακής χρηματοδότησης και της διευκόλυνσης αποδοχής καταθέσεων θα παραμείνουν αμετάβλητα σε 4,50%, 4,75% και 4,00% αντιστοίχως.

Πρόγραμμα αγοράς στοιχείων ενεργητικού (APP) και έκτακτο πρόγραμμα αγοράς στοιχείων ενεργητικού λόγω πανδημίας (PEPP)
Το χαρτοφυλάκιο APP μειώνεται με μετρημένο και προβλέψιμο ρυθμό, καθώς το Ευρωσύστημα δεν επανεπενδύει πλέον τα ποσά κεφαλαίου από την εξόφληση τίτλων κατά τη λήξη τους.

Το Διοικητικό Συμβούλιο σκοπεύει να συνεχίσει να επανεπενδύει πλήρως τα ποσά κεφαλαίου από την εξόφληση τίτλων που αποκτήθηκαν στο πλαίσιο του προγράμματος PEPP κατά τη λήξη τους στη διάρκεια του α΄ εξαμήνου του 2024. Στη διάρκεια του β΄ εξαμήνου του έτους, σκοπεύει να μειώσει το χαρτοφυλάκιο PEPP κατά 7,5 δισεκ. ευρώ μηνιαίως κατά μέσο όρο. Το Διοικητικό Συμβούλιο σκοπεύει να τερματίσει τις επανεπενδύσεις στο πλαίσιο του προγράμματος PEPP στο τέλος του 2024.

Το Διοικητικό Συμβούλιο θα συνεχίσει να εφαρμόζει ευελιξία στις επανεπενδύσεις ποσών από την εξόφληση τίτλων του χαρτοφυλακίου PEPP καθώς φθάνουν στη λήξη τους, με σκοπό να αντιμετωπίζονται οι κίνδυνοι για τον μηχανισμό μετάδοσης της νομισματικής πολιτικής που σχετίζονται με την πανδημία.

Καθώς οι τράπεζες αποπληρώνουν τα ποσά που δανείστηκαν στο πλαίσιο των στοχευμένων πράξεων πιο μακροπρόθεσμης αναχρηματοδότησης, το Διοικητικό Συμβούλιο θα αξιολογεί τακτικά το πώς οι στοχευμένες πράξεις χρηματοδότησης και η συνεχιζόμενη αποπληρωμή τους συνεισφέρουν στην κατεύθυνση της νομισματικής πολιτικής του.

Το Διοικητικό Συμβούλιο είναι έτοιμο να προσαρμόσει όλα τα μέσα που έχει στη διάθεσή του εντός των ορίων της εντολής που του έχει ανατεθεί, προκειμένου να διασφαλίσει ότι ο πληθωρισμός θα επανέλθει στον στόχο του 2% μεσοπρόθεσμα και να διαφυλάξει την ομαλή λειτουργία του μηχανισμού μετάδοσης της νομισματικής πολιτικής. Επιπλέον, το μέσο για την προστασία της μετάδοσης (Transmission Protection Instrument – TPI) είναι διαθέσιμο για να αντισταθμίζει ανεπιθύμητες, άτακτες εξελίξεις στην αγορά που θέτουν σοβαρή απειλή για τη μετάδοση της νομισματικής πολιτικής σε όλες τις χώρες της ζώνης του ευρώ, επιτρέποντας έτσι στο Διοικητικό Συμβούλιο να εκπληρώνει πιο αποτελεσματικά την αποστολή του για σταθερότητα των τιμών.

Η Πρόεδρος της ΕΚΤ θα αναλύσει τις σκέψεις που οδήγησαν στη λήψη αυτών των αποφάσεων στη διάρκεια συνέντευξης Τύπου που θα πραγματοποιηθεί σήμερα στις 14:45 (ώρα κεντρικής Ευρώπης)».

ΣΧΕΤΙΚΑ