Η ΕΚΤ «βλέπει» αποκλιμάκωση των τιμών στην Ενέργεια [γραφήματα]

Φωτο: Shutterstock

Δεν είναι μυστικό ότι το ράλι του πετρελαίου μετά τον Ιούνιο και τα σενάρια ακόμα και για 100 - 150 δολάρια, ειδικά με το ξέσπασμα της κρίσης στη Μ. Ανατολή, άναψαν «φωτιές» στα ευρωπαϊκά θεσμικά όργανα, τις εθνικές κυβερνήσεις, αλλά και τους καταναλωτές, που ακόμα δεν έχουν συνέλθει από το σοκ του 2022.

Ο προβληματισμός έγινε ακόμα πιο έντονος, όταν στις αρχές Οκτωβρίου η τιμή του φυσικού αερίου «πήρε» γύρω στα 20 ευρώ, φτάνοντας στα 54 ευρώ, με ό,τι συνεπάγεται αυτό για την τιμή του ρεύματος σε όλη την Ευρώπη, την αναζωπύρωση των πληθωριστικών πιέσεων και φυσικά την απώλεια εισοδήματος ειδικά των πιο ευάλωτων πολιτών, σε μια συγκυρία όπου τα μέτρα στήριξης θα έπρεπε να μπουν στο συρτάρι.

Μετά από αναθεωρήσεις προς τα πάνω των παραδοχών για το ενεργειακό κόστος -κάτι είδαμε και στον ελληνικό Προϋπολογισμό του 2024- φαίνεται πως κάτι αλλάζει στον ορίζοντα και ευτυχώς προς το καλύτερο. Και δεν είναι μόνο η «βουτιά» του πετρελαίου και η υποχώρηση του φυσικού αερίου στα χαμηλότερα επίπεδα των τελευταίων τριών μηνών, αλλά κυρίως η επίσημη αλλαγή πλεύσης στους υπολογισμούς της ΕΚΤ, που τελικά οδηγούν σε χαμηλότερο πληθωρισμό κατά 0,5 μονάδες το 2024.

Σύμφωνα με τις αναθεωρημένες εκτιμήσεις της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, η τιμή του πετρελαίου θα μειωθεί από 84 δολάρια ανά βαρέλι το 2023, σε 73,6 ανά βαρέλι το 2026. Οι τιμές του φυσικού αερίου έχουν αναθεωρηθεί πιο σημαντικά προς τα κάτω, καθώς ενώ η προηγούμενη πρόβλεψη ήταν για 54 ευρώ το 2024, πλέον ο πήχης τίθεται 7 ευρώ πιο κάτω, συμπαρασύροντας τη μέση χονδρική τιμή του ρεύματος από τα 143 ευρώ, στα 117 ευρώ ανά MWh.

Συνολικά, η καμπύλη των προθεσμιακών συμβολαίων φυσικού αερίου έχει μετατοπιστεί προς τα κάτω από τις προβλέψεις του Σεπτεμβρίου κατά 12,6% για το 2024 και κατά 6,9% για το 2025, ενώ τα συμβόλαια μελλοντικής εκπλήρωσης των τιμών ηλεκτρικής ενέργειας έχουν επίσης αναθεωρηθεί προς τα κάτω κατά 18,3% για το 2023 και κατά 10,1% για το 2025.

Όσον αφορά τα δικαιώματα εκπομπής διοξειδίου του άνθρακα στο σύστημα εμπορίας δικαιωμάτων εκπομπών της ΕΕ, τα συμβόλαια μελλοντικών τιμών βρίσκονται τώρα κατά μέσο όρο περίπου 11% κάτω από την πορεία που είχε υποτεθεί στην έκθεση του Σεπτεμβρίου 2023, αλλά οι τιμές θεωρείται ότι θα αυξηθούν κατά περίπου 8 ευρώ ανά τόνο από την τέταρτη τρίμηνο του 2023 έως το τέταρτο τρίμηνο του 2026.

Φυσικά η ΕΚΤ δεν θα μπορούσε να αγνοήσει την εν εξελίξει κρίση στην «ευαίσθητη» περιοχή της Μ. Ανατολής, πόσο μάλλον όταν πλησιάζουν οι αμερικανικές εκλογές.

Σε μια υποθετική κλιμάκωση της σύγκρουσης, οι τιμές του πετρελαίου και του φυσικού αερίου θα μπορούσαν να αυξηθούν σημαντικά, ιδίως σε περίπτωση μερικού αποκλεισμού του Στενού του Ορμούζ. Το σενάριο- ακραίο κατά τους οικονομολόγους της ΕΚΤ- υποθέτει ότι περίπου το ένα τρίτο του πετρελαίου και του φυσικού αερίου που διακινείται μέσω του Στενού του Ορμούζ διαταράσσεται, συμβάλλοντας σε μια σύσφιξη των παγκόσμιων αγορών ενέργειας.

Ως αποτέλεσμα, το δεύτερο τρίμηνο του 2024 οι τιμές του πετρελαίου θα αυξηθούν σε σχεδόν 130 δολάρια ανά βαρέλι και οι τιμές του φυσικού αερίου θα εκτοξευθούν στα 83 ευρώ ανά MWh (57% και 74% αντίστοιχα πάνω από τα επίπεδα που υποθέτουν οι βασικές προβλέψεις).

Κι αν για τις τιμές στην Ενέργεια φαίνεται ότι υπάρχει ορίζοντας αποκλιμάκωσης, οι εξελίξεις στο πεδίο των τροφίμων δεν είναι τόσο ξεκάθαρες. Κι αυτό ήταν κάτι που πλανιόταν πάνω από τις χθεσινές δηλώσεις της Κ. Λαγκάρντ. Είναι ενδεικτικό ότι η ΕΚΤ «τσίμπησε» τις εκτιμήσεις της για τον πληθωρισμό τροφίμων, τόσο για το 2024 όσο και για το 2025.

Σε κακάο και ζάχαρη οι τιμές έχουν αυξηθεί λόγω των ζημιών στις καλλιέργειες από τις συνεχιζόμενες επιπτώσεις του El Niño, ενώ οι τιμές του σιταριού και του καλαμποκιού έχουν μειωθεί σημαντικά μετά από μια περίοδο πολύ υψηλής παγκόσμιας προσφοράς, ιδίως από Ρωσία κι αυτό αν μη τι άλλο δείχνει πόσο «ευαίσθητες» είναι οι ισορροπίες.

Εκτός απροόπτου (π.χ. καταστροφές σε καλλιέργειες λόγω του El Niño) ο πληθωρισμός των τροφίμων προβλέπεται να συνεχίσει την πρόσφατη σημαντική μείωσή του, μειούμενος από ένα ακόμη αυξημένο επίπεδο του 6,9% τον Νοέμβριο του 2023 και θα διαμορφωθεί στο 2,6% το τελευταίο τρίμηνο του 2024. Στη συνέχεια, ο πληθωρισμός των τροφίμων αναμένεται να επιβραδυνθεί στο 2,3% το 2026, το οποίο εξακολουθεί να είναι κάπως πάνω από τον μακροπρόθεσμο προ-COVID-19 μέσο ρυθμό του 2,1%, καθώς οι συνεχιζόμενες υψηλές πιέσεις στο κόστος εργασίας προβλέπεται να αποτρέψουν μια ταχύτερη αποκλιμάκωση.

ΣΧΕΤΙΚΑ