Αυξήσεις μισθών και ενίσχυση της απασχόλησης οι προκλήσεις που «καίνε» το υπουργείο Εργασίας
Αυξήθηκαν οι μισθοί την τελευταία τριετία; Αυξήθηκε η απασχόληση; Μειώθηκε η ανεργία; Η απάντηση και στα τρία «καυτά» ερωτήματα είναι θετική, ωστόσο τα αποτελέσματα απέχουν ακόμα πολύ από το ιδανικό, εξ ου και οι συστάσεις από τις Βρυξέλλες.
Ξεκινώντας από το πεδίο της απασχόλησης, τα στοιχεία δείχνουν ότι τα εφιαλτικά ποσοστά ανεργίας, που βιώσαμε την περίοδο της οικονομικής κρίσης, είναι πίσω, καθώς μιλάμε, πλέον, για μονοψήφια ποσοστά. Αρκεί αυτή η πρόοδος, ειδικά αν αναλογιστεί κανείς ότι η οικονομική κρίση μας είχε βρει σε απόσταση από την υπόλοιπη Ευρώπη; Κατά την Κομισιόν, όχι.
Χαμηλή η απασχόληση- Υψηλή η ανεργία
Σύμφωνα με την τελευταία Έκθεση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, το ποσοστό απασχόλησης και το ποσοστό του ενεργού πληθυσμού αυξήθηκαν σε ιστορικά υψηλά επίπεδα, φθάνοντας το 69,3 % και το 77 %, αντίστοιχα, το 2024. Ωστόσο, και τα δύο ποσοστά παραμένουν πολύ χαμηλότερα από τους μέσους όρους της ΕΕ (75,8 % και 80,4%).
Στην άλλη όψη του ίδιου νομίσματος, το ποσοστό ανεργίας διαμορφώθηκε στο 10,1% το 2024, σημειώνοντας σημαντική πρόοδο σε σύγκριση με την κορύφωσή του (27,8%) το 2013, αλλά παραμένει πάνω από τον μέσο όρο της ΕΕ (5,9%). Το χειρότερο είναι ότι ποσοστό μακροχρόνιας ανεργίας ανήλθε στο 5,4%, παραμένοντας σημαντικά υψηλότερο από τον μέσο όρο της ΕΕ (1,9%), ενώ το ποσοστό της μακροχρόνιας ανεργίας στη συνολική ανεργία είναι από τα υψηλότερα στην ΕΕ.
Συστάσεις για την απασχόληση των γυναικών
Ειδική αναφορά κάνει η Κομισιόν στα χαμηλά ποσοστά απασχόλησης των γυναικών, κάτι που συν τοις άλλοις, αναδεικνύει σημαντικές προκλήσεις που προκαλούνται λόγω ανεπαρκούς πρόσβασης σε υπηρεσίες παιδικής φροντίδας και μακροχρόνιας φροντίδας, θεσμικών φραγμών και περιορισμένων ευκαιριών ισορροπίας μεταξύ επαγγελματικής και προσωπικής ζωής.
Το ποσοστό απασχόλησης των γυναικών στην Ελλάδα, μολονότι βελτιώνεται, είναι από τα χαμηλότερα στην ΕΕ (59,9% έναντι ΕΕ: 70,8% το 2024). Η κατάσταση είναι πιο εντυπωσιακή για τις γυναίκες μεγαλύτερης ηλικίας (55-64 ετών), καθώς μόνο το 46,7% αυτών απασχολούνταν το 2024 (έναντι 69,2% των ανδρών της ίδιας ηλικιακής ομάδας) λόγω των σύνθετων επιπτώσεων των εμποδίων που αντιμετωπίζουν κατά την είσοδό τους και την επανένταξή τους στην αγορά εργασίας. Το χάσμα απασχόλησης μεταξύ των φύλων είναι σχεδόν διπλάσιο από τον μέσο όρο της ΕΕ (18,8 εκατοστιαίες μονάδες έναντι 10 εκατοστιαίων μονάδων) και δεν έχει παρουσιάσει σημαντική βελτίωση από το 2013. Αντίστοιχα, το 2024 το ποσοστό ανεργίας των γυναικών ήταν επίσης σημαντικά υψηλότερο από τον μέσο όρο της ΕΕ (12,8% έναντι 6,2%)
και από το αντίστοιχο ποσοστό των ανδρών στην Ελλάδα (8%).
Τι συστήνει η Κομισιόν και ποια είναι η πρόκληση για τα συναρμόδια υπουργεία Εργασίας- Κοινωνικής Συνοχής; Η υιοθέτηση της εξ αποστάσεως εργασίας, μολονότι σήμερα βρίσκεται σε υψηλότερο επίπεδο απ’ ό,τι πριν από την πανδημία, παραμένει ανεπαρκώς αναπτυγμένη.
Η δηλούμενη συχνότητα εργασίας από το σπίτι μεταξύ των εργαζομένων σε θέσεις εργασίας για τις οποίες είναι δυνατή η εξ αποστάσεως εργασία είναι μεταξύ των χαμηλότερων στην ΕΕ. Στο πλαίσιο αυτό, θα μπορούσαν να διερευνηθούν περαιτέρω δράσεις για τη στήριξη των γυναικών και των φροντιστών, συμπεριλαμβανομένων της αύξησης της διαθεσιμότητας παιδικής φροντίδας και μακροχρόνιας φροντίδας, της αύξησης του αριθμού των ολοήμερων σχολείων και της προώθησης ευέλικτων εργασιακών ρυθμίσεων.
Το «αγκάθι» των μισθών
Η γενική διαπίστωση από τους Ευρωπαίους τεχνοκράτες είναι ότι οι πρόσφατες αυξήσεις των πραγματικών μισθών αντιστάθμισαν μόνο εν μέρει τις προηγούμενες απώλειες, ενώ η διαρθρωτικά χαμηλή αύξηση της παραγωγικότητας της εργασίας περιορίζει την αύξηση των μισθών στο μέλλον.
Ειδικότερα, η αύξηση των ονομαστικών μισθών υπολογίζεται στο 6% το 2024 και στο 3,2% το 2025, μετά το ποσοστό του 3,7% το 2023. Οι πραγματικοί μισθοί, μετά από σημαντική πτώση το 2022, κατά 6,3% και ελαφρά αύξηση, το 2023, κατά 0,3%, υπολογίζεται ότι αυξήθηκαν κατά 2,9% το 2024 και κατά 1,1% το 2025. Όπως σημειώνει η Κομισιόν, «αυτή η ανάκαμψη των πραγματικών μισθών αντικατοπτρίζει τόσο τον χαμηλότερο πληθωρισμό όσο και την υψηλότερη αύξηση των ονομαστικών μισθών, αλλά εξακολουθεί να μην είναι επαρκής για να αποκατασταθούν πλήρως οι απώλειες αγοραστικής δύναμης που σημειώθηκαν το 2022 και το 2023».