Η ώρα του «πράσινου» λογαριασμού [γραφήματα]

Φωτογραφία από Shutterstock/ maeching chaiwongwatthana

Τα «τζαρτζαρίσματα» στο τελευταίο Συμβούλιο των υπουργών Ενέργειας, για την ταχύτητα με την οποία θα πρέπει η Ευρώπη να πετύχει τον στόχο των μηδενικών εκπομπών ρύπων, δεν έγιναν για τα μάτια του κόσμου.

Ο προβληματισμός για το κόστος της «πράσινης» μετάβασης και πολύ περισσότερο για το ποιοι θα πληρώσουν τον λογαριασμό, είχε τεθεί εξαρχής, ωστόσο η ενεργειακή κρίση και τα έκτακτα μέτρα έκρυψαν το πρόβλημα κάτω από το χαλί. Πλέον, πλησιάζει η ώρα των αποφάσεων και το ΔΝΤ έρχεται για να ρίξει λάδι στη «φωτιά».

Το ερώτημα, πάνω στο οποίο βασίζεται ειδική μελέτη του Ταμείου, που «κοιτάζει» κυρίως προς την Ευρώπη, είναι το ποιες επιπτώσεις στη δυναμική του Χρέους φέρνει η «πράσινη» μετάβαση, άρα και το ποια πρέπει να είναι η «συνταγή» για τις μικρότερες δυνατές συνέπειες.

Σύμφωνα με το ΔΝΤ, το 2023 ήταν το θερμότερο που έχει καταγραφεί ποτέ και η πιθανότητα κλιματικών «σημείων καμπής» αυξάνεται με την υπερθέρμανση του πλανήτη, επιφέροντας δυνητικά καταστροφικές συνέπειες. Οι χώρες έχουν αναγνωρίσει την ανάγκη για επείγουσα δράση για την αντιμετώπιση την υπερθέρμανση του πλανήτη, ενώ εκτός από τη Συμφωνία του Παρισιού του 2015, έχουν επίσης δεσμευτεί σε μακροπρόθεσμους στόχους για καθαρές μηδενικές εκπομπές -μείωση των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου όσο το δυνατόν πιο κοντά στο μηδέν, μέχρι τα μέσα του αιώνα. Όπως επισημαίνει, όμως, η μελέτη, παρά την πρόοδο σε πολλές χώρες, συμπεριλαμβανομένων των μεγαλύτερων εκπομπών, παραμένουν μεγάλα κενά στη φιλοδοξία και την εφαρμογή.

Αυτό που μόλις τώρα αρχίζουν να συνειδητοποιούν οι πολλοί -οι κινητοποιήσεις των αγροτών σε όλη την Ευρώπη είναι χαρακτηριστικό παράδειγμα- είναι ότι η επίτευξη των στόχων για τη θερμοκρασία θα απαιτήσει θεμελιώδη μετασχηματισμό της παραγωγής, της κατανάλωσης και των επενδύσεων από τα νοικοκυριά, τις επιχειρήσεις και τις κυβερνήσεις τα επόμενα χρόνια.

Οι συνεχιζόμενες εξελίξεις στους «πράσινους» τομείς θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε νέα προϊόντα και διαδικασίες με χαμηλότερες εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου (GHG), αλλά το κόστος της μετάβασης θα μπορούσε να κατανεμηθεί άνισα στους ανθρώπους και τις επιχειρήσεις. Ταυτόχρονα, η προσαρμογή στην κλιματική αλλαγή θα απαιτήσει δημόσιες επενδύσεις σε «πράσινες τεχνολογίες», οι οποίες θα προστεθούν σε άλλους βιώσιμους αναπτυξιακούς στόχους (SDGs) και ασκώντας πίεση σε πολλές αναπτυσσόμενες χώρες που αντιμετωπίζουν δημοσιονομικούς περιορισμούς.

Ηχηρό καμπανάκι κινδύνου

Κι εδώ ηχεί το πρώτο, ηχηρό καμπανάκι κινδύνου. Σύμφωνα με το ΔΝΤ, ένας τέτοιος μετασχηματισμός απαιτεί προσεκτική διαχείριση των δημόσιων οικονομικών. Από τη μία πλευρά, οι κυβερνήσεις πρέπει να σχεδιάσουν τις κατάλληλες δημοσιονομικές πολιτικές για να δώσουν κίνητρα για την απαλλαγή από τις ανθρακούχες εκπομπές και να διευκολύνουν την πράσινη μετάβαση. Από την άλλη πλευρά, πρέπει να εξισορροπήσουν τα συμβιβαστικά μέτρα πολιτικής και να διασφαλίσουν τον δίκαιο καταμερισμό των βαρών του κόστους της μετάβασης μεταξύ των νοικοκυριών, διασφαλίζοντας παράλληλα τη δημοσιονομική βιωσιμότητα.

Ένα βασικό ερώτημα είναι πώς οι κυβερνήσεις μπορούν να ενθαρρύνουν τις επιχειρήσεις και τα νοικοκυριά να απαλλαγούν από τον άνθρακα, τηρώντας παράλληλα τους περιορισμούς του κρατικού προϋπολογισμού. Ως εκ τούτου, η αξιολόγηση των δημοσιονομικών επιπτώσεων των πολιτικών για την επίτευξη των κλιματικών στόχων είναι ζωτικής σημασίας.

Επιπλέον, οι μακροχρόνιες αντισταθμίσεις στην αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής ενισχύονται σε μια εποχή που πολλές χώρες αντιμετωπίζουν αυξημένα επίπεδα Χρέους, υψηλό πληθωρισμό και αδύναμες προοπτικές ανάπτυξης μετά την πανδημία και την ενεργειακή κρίση, ενώ η ώθηση για ενεργειακή ασφάλεια ωθεί τις χώρες να επιδιώξουν ταχύτερη, αλλά πιθανότατα ανώμαλη, «πράσινη» μετάβαση.

Επί της ουσίας, η μελέτη «μετρά» εναλλακτικά σενάρια, που «παίζουν» από την επίτευξη των «πράσινων» στόχων κυρίως μέσω δαπανών, ως την επίτευξη των ίδιων στόχων με «εργαλείο» την αύξηση του κόστους χρήσης άνθρακα.

Το μόνο σίγουρο είναι ότι καμιά επιλογή δεν είναι εύκολη, τόσο από πλευράς λήψης αποφάσεων όσο κι από πλευράς υλοποίησης.

Βασική διαπίστωση του ΔΝΤ είναι ότι το να βασιστούμε σε μεγάλο βαθμό σε μέτρα δαπανών (επενδυτικές, κίνητρα στις επιχειρήσεις και τα νοικοκυριά κ.λ.π.) για την επίτευξη των στόχων για το κλίμα, θα είναι δαπανηρό, με δυνητική αύξηση του Χρέους κατά 45-50% του ΑΕΠ μέχρι τα μέσα του αιώνα!

Ο ρόλος του άνθρακα

Στον αντίποδα, το σενάριο της υπερτιμολόγησης του άνθρακα θα απαιτούσε αύξηση των τιμών του διοξειδίου του άνθρακα σε 150 δολάρια ανά τόνο έως το 2030 και 280 δολάρια ανά τόνο έως το 2050. Παρόλο που η τιμολόγηση των εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα είναι ένα αποτελεσματικό εργαλείο για τη μείωση των εκπομπών και τη δημιουργία εσόδων, τόσο υψηλά επίπεδα θα μπορούσαν να μειώσουν την παραγωγή και να οδηγήσουν σε άνισο κόστος μετάβασης μεταξύ των νοικοκυριών, με ορισμένους να αντιμετωπίζουν δυσανάλογη μείωση της κατανάλωσης, απαιτώντας στοχευμένα μέτρα στήριξης για τον μετριασμό των αρνητικών επιπτώσεων.

Στο διά ταύτα, μια ισορροπημένη προσέγγιση που συνδυάζει την τιμολόγηση των εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα με πολιτικές βασισμένες στις δαπάνες μπορεί να επιτύχει στόχους καθαρού μηδενισμού με σημαντικά χαμηλότερο δημοσιονομικό κόστος. Ακόμα κι έτσι, το ΔΝΤ υπολογίζει την αύξηση του Δημόσιου Χρέους στο 10-15% του ΑΕΠ έως το 2050.

ΣΧΕΤΙΚΑ