Την πεποίθηση ότι η ελληνική οικονομία θα συνεχίσει να καταγράφει καλύτερες επιδόσεις από τον μέσο όρο των χωρών της Ευρωζώνης και τα δύο επόμενα δύο χρόνια, εκφράζει με έκθεσή της η Capital Economics. Παράλληλα, όπως αναφέρει το δημόσιο χρέος θα συνεχίσει την πτωτική πορεία στην οποία έχει τροχοδρομήσει. Οι αναλυτές της εταιρείας αναλύσεων, εκτιμούν ότι η Ελλάδα θα ολοκληρώσει το 2023 καταγράφοντας ρυθμό ανάπτυξης της τάξεως του 2,4%, ενώ για το 2024 και το 2025 αναμένει αύξηση του ΑΕΠ κατά 2,6% και 2,5% αντίστοιχα.
Για τον πληθωρισμό, η Capital Economics αναμένει να διαμορφωθεί στο 4,9% στο τέλος του 2023 και να αποκλιμακωθεί στο 2,5%% το 2024 και ακόμη περαιτέρω στο 1,9% το 2025.
Όπως εξηγούν οι αναλυτές, η ελληνική οικονομία μπορεί να παρουσίασε στασιμότητα κατά το γ΄ τρίμηνο, ωστόσο το ΑΕΠ παρέμεινε υψηλότερα από τα προ πανδημίας επίπεδα και μάλιστα με ένα πειστικό 6%. Την ίδια ώρα οι επιχειρηματικές έρευνες παραμένουν αισθητά υψηλότερα από τους μακροχρόνιους μέσους όρους, μέσοι όροι που συμβαδίζουν με την οικονομική ανάπτυξη που θα επιστρέψει στο τρέχον τρίμηνο.
Η έκθεση αναφέρει ότι η ενίσχυση της απασχόλησης έχει με τη σειρά της προσφέρει στήριξη στην κατανάλωση των νοικοκυριών, η οποία ενισχύθηκε κατά 1,7% κατά το γ΄ τρίμηνο. Μάλιστα στην έκθεση τονίζεται η υποχώρηση της ανεργίας από το 17% το 2019 στο 10%. η οποία αυξήθηκε κατά 1,7% σε ετήσια βάση τους τρεις μήνες που έληξαν τον Σεπτέμβριο, ωθώντας την ανεργία στο 10%, μια τεράστια βελτίωση από το 17% στο τέλος του 2019. Η πρόσφατη πτώση του δείκτη PMI για την απασχόληση υποδηλώνει ότι η αύξηση της απασχόλησης θα επιβραδυνθεί, αλλά όχι τόσο ώστε να ωθήσει το ποσοστό ανεργίας προς τα πάνω.
Τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια και το δημόσιο χρέος
Η μεγάλη απομείωση των μη εξυπηρετούμενων δανείων έχει συμβάλλει στη διαρθρωτική βελτίωση της οικονομίας, κάτι που με τη σειρά του δίνει ώθηση στην ανάπτυξη. Παράλληλα, όπως επισημαίνεται, θετικό είναι επίσης το γεγονός ότι το ποσοστό της πίστωσης επί του ΑΕΠ είναι σχετικά μικρό, κάτι που έχει σαν αποτέλεσμα ο ιδιωτικός τομέας στην Ελλάδα να μην επηρεάζεται σε μεγάλο βαθμό από την άνοδο των επιτοκίων.
Η επιβάρυνση του δημόσιου χρέους της Ελλάδας είναι πολύ υψηλή με βάση τα διεθνή πρότυπα. Ωστόσο, η σταθερή οικονομική ανάπτυξη, τα πρωτογενή πλεονάσματα του προϋπολογισμού και το χαμηλό κόστος των τόκων εξαιτίας των προηγούμενων αναδιαρθρώσεων του χρέους έχουν θέσει τον λόγο χρέους προς ΑΕΠ σε πτωτική τάση. Το έλλειμμα της γενικής κυβέρνησης έχει μειωθεί ελαφρώς το 2023, υποβοηθούμενο από την ισχυρή οικονομική ανάπτυξη και τον αξιοπρεπή έλεγχο των δαπανών. Και η αναβάθμιση της πιστοληπτικής της ικανότητας σημαίνει ότι η Ελλάδα θα πληροί πλέον τις προϋποθέσεις για να ενταχθούν τα χρεόγραφά της στις αγορές της ΕΚΤ.